Samling στα ελληνικά

Μετάφραση: samling, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνέλευση, εκκλησίασμα, σύναξη, κατακλύζω, ομήγυρη, πακέτο, συσκευάζω, συναρμολόγηση, τράπουλα, συλλογή, συλλογής, τη συλλογή, είσπραξη, είσπραξης
Samling στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • samhällelig στα ελληνικά - κοινωνικός, κοινωνικής, κοινωνική, κοινωνικών, κοινωνικές
  • samla στα ελληνικά - απόθεμα, αποθησαυρίζω, μαζεύομαι, μαζεύω, κομπόδεμα, συναρμολογώ, περισυλλέγω, ...
  • sammanbrott στα ελληνικά - καταρρέω, σωριάζομαι, κατάρρευση, κατάρρευσης, πτώση, την κατάρρευση, η κατάρρευση
  • sammandrag στα ελληνικά - θεωρητικός, χωνεύω, περίληψη, σύνοψη, συνοπτική, συνοπτική παρουσίαση, περίληψης
Τυχαίες λέξεις
Samling στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνέλευση, εκκλησίασμα, σύναξη, κατακλύζω, ομήγυρη, πακέτο, συσκευάζω, συναρμολόγηση, τράπουλα, συλλογή, συλλογής, τη συλλογή, είσπραξη, είσπραξης