Sed στα ελληνικά

Μετάφραση: sed, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χρησιμοποιώ, έθιμο, έξη, συνήθεια, χρήση, SED, ο sed, το sed, ΕΣΚΓ, ΔΗΕ
Sed στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • scout στα ελληνικά - πρόσκοπος, ανιχνεύω, ανιχνευτής, κατοπτεύω, Scout, Προσκοπικό
  • se στα ελληνικά - πλευρά, φαίνομαι, εμφάνιση, όψη, βλέπω, βλέμμα, θωριά, ...
  • sedan στα ελληνικά - κατόπιν, μεταγενέστερα, έπειτα, μετά, τότε, στη συνέχεια, συνέχεια
  • sedel στα ελληνικά - τραπεζογραμμάτιο, χαρτονόμισμα, τραπεζογραμματίων, τραπεζογραμματίου, των τραπεζογραμματίων
Τυχαίες λέξεις
Sed στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χρησιμοποιώ, έθιμο, έξη, συνήθεια, χρήση, SED, ο sed, το sed, ΕΣΚΓ, ΔΗΕ