Själ στα ελληνικά

Μετάφραση: själ, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σάλι
Själ στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • sitta στα ελληνικά - κάθομαι, κάθονται, καθίσει, να καθίσει, καθίστε, καθίσετε
  • situation στα ελληνικά - κατάσταση, θέση, κατάστασης, περίπτωση, κατάσταση της, την κατάσταση
  • sju στα ελληνικά - επτά, εφτά, από επτά
  • sjuk στα ελληνικά - αρρώστια, άρρωστος, άρρωστο, άρρωστοι, άρρωστα, αναρρωτική
Τυχαίες λέξεις
Själ στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σάλι