Slät στα ελληνικά

Μετάφραση: slät, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λείος, ίσος, επίπεδο, πλάνη, ροκάνι, στάθμη, ακόμα, ομαλή, λεία, ομαλής, λείο
Slät στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • slänga στα ελληνικά - κρεμιέμαι, τρέχω, συντρίβω, εξακοντίζω, ρίχνω, κουνώ, ραντίζω, ...
  • släpvagn στα ελληνικά - νταλίκα, ρυμουλκούμενο, τρέιλερ, ρυμουλκούμενου, ρυμουλκουμένου, του ρυμουλκουμένου
  • slätt στα ελληνικά - σκέτο, πεδιάδα, κάμπος, σκέτος, απλό, απλού, κάμπο, ...
  • slå στα ελληνικά - χτυπώ, θερίζω, απεργία, σουξέ, βαρώ, νικήσει, κτύπησε, ...
Τυχαίες λέξεις
Slät στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λείος, ίσος, επίπεδο, πλάνη, ροκάνι, στάθμη, ακόμα, ομαλή, λεία, ομαλής, λείο