Slö στα ελληνικά

Μετάφραση: slö, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αμβλύς, μονοκόμματος, απότομος, Lounging, χαλαρώνετε, σας ξεκούραση
Slö στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • slå στα ελληνικά - χτυπώ, θερίζω, απεργία, σουξέ, βαρώ, νικήσει, κτύπησε, ...
  • slåss στα ελληνικά - μάχη, καταπολεμώ, αγωνίζομαι, μάχομαι, αγώνας, καταπολέμηση, καταπολέμηση της, ...
  • slöja στα ελληνικά - πέπλο, πέπλου, το πέπλο, καταπέτασμα, βέλο
  • slöjd στα ελληνικά - τέχνη, σκάφος, Craft, Τα σκάφη, Σκάφη
Τυχαίες λέξεις
Slö στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αμβλύς, μονοκόμματος, απότομος, Lounging, χαλαρώνετε, σας ξεκούραση