Μονοκόμματος στα σουηδικά
Μετάφραση: μονοκόμματος, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tvär, avtrubba, slö, ett, en, ena, man, någon
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μονοκόμματος
μονοκόμματος συνώνυμα, μονοκόμματος λεξικό γλώσσας σουηδικά, μονοκόμματος στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- μοναχικός στα σουηδικά - enslig, allena, ensam, ödslig, lonely, ensamma, ensamt, ...
- μοναχός στα σουηδικά - enslig, allena, ensamt, ensam, friar, munk, munken, ...
- μονομαχία στα σουηδικά - duell, Duel, duellen, Duel större än min
- μονοπάτι στα σουηδικά - väg, stig, bana, spår, sökväg, sökvägen, banan
Τυχαίες λέξεις
Μονοκόμματος στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: tvär, avtrubba, slö, ett, en, ena, man, någon
Μεταφράσεις: tvär, avtrubba, slö, ett, en, ena, man, någon