Stigning στα ελληνικά

Μετάφραση: stigning, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πλαγιά, κατηφορίζω, γέρνω, πίσσα, γηπέδου, αγωνιστικό χώρο, βήμα, βήματος
Stigning στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • stig στα ελληνικά - διαδρομή, μονοπάτι, πορεία, διαδρομής, δρόμο
  • stiga στα ελληνικά - ανατέλλω, αυξάνομαι, αύξηση, πατημασιά, τσαλαπατώ, ορθώνομαι, βήμα, ...
  • stil στα ελληνικά - ύφος, στύλος, στυλ, στιλ, το στυλ, τύπου
  • stilig στα ελληνικά - κομψός, όμορφος, όμορφο, ωραίος, όμορφου
Τυχαίες λέξεις
Stigning στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πλαγιά, κατηφορίζω, γέρνω, πίσσα, γηπέδου, αγωνιστικό χώρο, βήμα, βήματος