Strö στα ελληνικά

Μετάφραση: strö, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πασπάλισμα, ραντίζω, πασπαλίζω, ψιχαλίζω, καταβρέχω, πασπαλίζουμε, ψεκάστε
Strö στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • stråle στα ελληνικά - πετώ, αεριωθούμενο, άξονας, ακτίνα, αχτίδα, ξεπετάγομαι, σαλάχι, ...
  • strålning στα ελληνικά - πυρακτώνομαι, ακτινοβολία, φεγγοβολώ, λάμψη, ακτινοβολίας, ακτινοβολίες, την ακτινοβολία, ...
  • ström στα ελληνικά - ρεύμα, βροχή, ρυάκι, ρέω, τωρινός, κρουνός, χείμαρρος, ...
  • ströva στα ελληνικά - περιπλανιέμαι, περιπλανώμαι, περιφέρονται, περιαγωγή, περιαγ
Τυχαίες λέξεις
Strö στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πασπάλισμα, ραντίζω, πασπαλίζω, ψιχαλίζω, καταβρέχω, πασπαλίζουμε, ψεκάστε