Tät στα ελληνικά

Μετάφραση: tät, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συμπαγής, δασύς, πυκνός, συμπυκνωμένος, σφιχτός, σφιχτό, σφιχτά, σφιχτή, στενό
Tät στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • tänka στα ελληνικά - σκέφτομαι, σκέπτομαι, νομίζω, πιστεύω, σκέψη, σκεπτόμενος, σκέψης, ...
  • tärning στα ελληνικά - κύβος, ζάρια, ζαριών, ζάρι, με ζάρια, τα ζάρια
  • tävla στα ελληνικά - συναγωνίζομαι, διαγωνίζομαι, ανταγωνίζονται, ανταγωνιστεί, ανταγωνιστούν, ανταγωνισμό, ανταγωνίζεται
  • tävlan στα ελληνικά - διαγωνισμός, συναγωνισμός, αντιπαράθεση, άμιλλα, εξομοίωσης, εξομοίωση, προσομοίωση, ...
Τυχαίες λέξεις
Tät στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συμπαγής, δασύς, πυκνός, συμπυκνωμένος, σφιχτός, σφιχτό, σφιχτά, σφιχτή, στενό