Tillförsikt στα ελληνικά
Μετάφραση: tillförsikt, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αυτοπεποίθηση, εμπιστοσύνη, εχεμύθεια, την εμπιστοσύνη, της εμπιστοσύνης, εμπιστοσύνη των
Μεταφράσεις
- tillfällig στα ελληνικά - ξέγνοιαστος, πιθανότητα, τύχη, συγκυρία, τυχαίος, ανεπίσημος, ευκαιρία, ...
- tillförlitlig στα ελληνικά - αξιόπιστος, εχέγγυος, φερέγγυος, συνεπής, αξιόπιστο, αξιόπιστη, αξιόπιστες, ...
- tillgiven στα ελληνικά - στοργικός, μαλακός, τρυφερός, ζεστός, στοργική, στοργικό, στοργικοί, ...
- tillgjord στα ελληνικά - επιτηδευμένος, playacting, δρώμενα
Τυχαίες λέξεις
Tillförsikt στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αυτοπεποίθηση, εμπιστοσύνη, εχεμύθεια, την εμπιστοσύνη, της εμπιστοσύνης, εμπιστοσύνη των
Μεταφράσεις: αυτοπεποίθηση, εμπιστοσύνη, εχεμύθεια, την εμπιστοσύνη, της εμπιστοσύνης, εμπιστοσύνη των