Total στα ελληνικά

Μετάφραση: total, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πράξη, γενικός, συνολικός, μεστός, ποδιά, σύνολο, ολικός, ολόκληρος, συσσωμάτωμα, γεμάτος, απόλυτος, πλήρης, συνολικό, συνολική, συνολικού
Total στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • tortyr στα ελληνικά - βασανίζω, βασανισμός, βασανιστήριο, μαρτύριο, βασανιστηρίων, των βασανιστηρίων, βασανιστήρια
  • torv στα ελληνικά - τύρφη, τύρφης, η τύρφη, της τύρφης, από τύρφη
  • tradition στα ελληνικά - παράδοση, παράδοσης, την παράδοση, η παράδοση
  • trafik στα ελληνικά - κυκλοφορία, δοσοληψία, κίνηση, κυκλοφορίας, της κυκλοφορίας, κίνησης
Τυχαίες λέξεις
Total στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πράξη, γενικός, συνολικός, μεστός, ποδιά, σύνολο, ολικός, ολόκληρος, συσσωμάτωμα, γεμάτος, απόλυτος, πλήρης, συνολικό, συνολική, συνολικού