Upplevelse στα ελληνικά
Μετάφραση: upplevelse, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εμπειρία, πείρα, εμπειρίας, την εμπειρία, εμπειριών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- uppköp στα ελληνικά - αγοράζω, αγορά, εξαγοράς, εξαγορά, ανάληψη, ανάληψης, την εξαγορά
- uppköpa στα ελληνικά - αγοράζω, αγορά, αγοράσουν, αγοράσει μέχρι, θα αγοράσουν, αγοράσει έως, εξαγοράσουν
- upplysa στα ελληνικά - διαφωτίσει, φωτίσει, διαφωτίσουν, διαφωτίσουμε, διαφώτιση
- upplysning στα ελληνικά - πληροφορίες, πληροφοριών, πληροφορίες που, πληροφορία, πληροφόρησης
Τυχαίες λέξεις
Upplevelse στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εμπειρία, πείρα, εμπειρίας, την εμπειρία, εμπειριών
Μεταφράσεις: εμπειρία, πείρα, εμπειρίας, την εμπειρία, εμπειριών