Uppskjuta στα ελληνικά

Μετάφραση: uppskjuta, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναβάλλω, αναβάλει, αναβάλλει, να αναβάλει, αναβάλει την, αναβάλλει την
Uppskjuta στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • uppsikt στα ελληνικά - επίβλεψη, επιτήρηση, επιβλέπει, επιβλέπουν, εποπτεύει, επιβλέψει, την επίβλεψη
  • uppskatta στα ελληνικά - αξιολογώ, αποτιμώ, εκτίμηση, μετρώ, μέτρο, κατανοώ, υπόληψη, ...
  • uppskov στα ελληνικά - καθυστέρηση, αναβολή, ανάρτηση, εναιώρημα, αναστολή, αναστολής, αιώρημα
  • uppståndelse στα ελληνικά - ανακατεύω, κινούμαι, διέγερση, αναταραχή, σάλος, φασαρία, ενόχληση, ...
Τυχαίες λέξεις
Uppskjuta στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναβάλλω, αναβάλει, αναβάλλει, να αναβάλει, αναβάλει την, αναβάλλει την