Αναβάλλω στα σουηδικά
Μετάφραση: αναβάλλω, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bordlägga, uppskjuta, stall, stånd, båset, bås
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αναβάλλω
αναβάλλω προταση, αναβάλλω αρχικοι χρονοι, αναβάλλω ή αναβάλω, αναβάλλω συνωνυμα, αναβάλλω παρατατικός, αναβάλλω λεξικό γλώσσας σουηδικά, αναβάλλω στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- αναίσχυντα στα σουηδικά - shamelessly, skamlöst, skam, fräckt, ett skamlöst
- αναβάθμιση στα σουηδικά - uppdatera, uppgradering, uppgraderingen, uppgraderings, uppgradera
- αναβάτης στα σουηδικά - ryttare, jockey, cyklist, jockeyen, jockeyn
- αναβίωση στα σουηδικά - nypremiär, väckelse, väckelsen, återupplivandet
Τυχαίες λέξεις
Αναβάλλω στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: bordlägga, uppskjuta, stall, stånd, båset, bås
Μεταφράσεις: bordlägga, uppskjuta, stall, stånd, båset, bås