Upptäcka στα ελληνικά
Μετάφραση: upptäcka, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανιχνεύω, ανακαλύπτω, εύρημα, βρίσκω, ανεύρεση, ανίχνευση, ανιχνεύουν, ανιχνεύσει, ανιχνεύει, εντοπίσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- uppsättning στα ελληνικά - καθορισμένος, τοποθετώ, σετ, σύνολο, σειρά, συνόλου, δέσμη
- uppträdande στα ελληνικά - διαγωγή, φέρσιμο, συμπεριφορά, συμπεριφοράς, τη συμπεριφορά, η συμπεριφορά, της συμπεριφοράς
- upptäckt στα ελληνικά - ανακάλυψη, ανίχνευση, ανίχνευσης, την ανίχνευση, εντοπισμό, ανιχνεύσεως
- uppvisning στα ελληνικά - επίδειξη, οθόνη, οθόνης, απεικόνιση, ένδειξη
Τυχαίες λέξεις
Upptäcka στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανιχνεύω, ανακαλύπτω, εύρημα, βρίσκω, ανεύρεση, ανίχνευση, ανιχνεύουν, ανιχνεύσει, ανιχνεύει, εντοπίσει
Μεταφράσεις: ανιχνεύω, ανακαλύπτω, εύρημα, βρίσκω, ανεύρεση, ανίχνευση, ανιχνεύουν, ανιχνεύσει, ανιχνεύει, εντοπίσει