Värld στα ελληνικά
Μετάφραση: värld, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κόσμος, υφήλιος, Παγκόσμιο, World, Παγκόσμια, Παγκόσμιας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- värk στα ελληνικά - πονώ, πόνος, λαχταρώ, πόνο, πόνου, τον πόνο, άλγος
- värka στα ελληνικά - λαχταρώ, πόνος, πονώ, πόνο, πόνος στο, πόνο στο, άλγος
- världsdel στα ελληνικά - ήπειρος, ήπειρο, ηπείρου, ήπειρό, της ηπείρου
- världslig στα ελληνικά - κοσμικός, κοσμικές, εγκόσμια, κοσμικά, τις κοσμικές
Τυχαίες λέξεις
Värld στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κόσμος, υφήλιος, Παγκόσμιο, World, Παγκόσμια, Παγκόσμιας
Μεταφράσεις: κόσμος, υφήλιος, Παγκόσμιο, World, Παγκόσμια, Παγκόσμιας