Växt στα ελληνικά
Μετάφραση: växt, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φυτό, όγκος, εργοστάσιο, φυτεύω, ανάπτυξη, λαχανικό, φυτών, φυτού, φυτικών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- växel στα ελληνικά - αλλάζω, παραλλάζω, μετατροπή, ράμφος, νομοσχέδιο, λογαριασμός, παραλλαγή, ...
- växla στα ελληνικά - τροποποίηση, παραλλαγή, αλλάζω, διαφωνία, μεταβολή, λογομαχία, ανταλλάσσω, ...
- växtlighet στα ελληνικά - φύλλωμα, Φυλλώματα, Το φύλλωμα, φυλλώματος
- våda στα ελληνικά - κίνδυνος, ριψοκινδυνεύω, αποτολμώ, διακυβεύω, κακοτυχία, ατυχές περιστατικό, απρόβλεπτου γεγονότος, ...
Τυχαίες λέξεις
Växt στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φυτό, όγκος, εργοστάσιο, φυτεύω, ανάπτυξη, λαχανικό, φυτών, φυτού, φυτικών
Μεταφράσεις: φυτό, όγκος, εργοστάσιο, φυτεύω, ανάπτυξη, λαχανικό, φυτών, φυτού, φυτικών