Vik στα ελληνικά

Μετάφραση: vik, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρυάκι, κόλπος, άβυσσος, χάσμα, ρεύμα, ορμίσκος, λιμανάκι, όρμο, όρμου, όρμος
Vik στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • vig στα ελληνικά - γρήγορος, εύστροφος, γοργός, σβέλτος, ευκίνητος, εύκαμπτο, λυγερή, ...
  • vigsel στα ελληνικά - γάμος, Γαμος, γάμου, του γάμου, γάμο
  • vika στα ελληνικά - διπλώνω, καμπυλώνεται, στροφή, πτυχή, γέρνω, σκύβω, δίπλωμα, ...
  • vikarie στα ελληνικά - υπολοχαγός, υποκαθιστώ, αναπληρώνω, αναπληρωματικός, υποκατάστατο, υποκατάστατα, υποκατάστατων, ...
Τυχαίες λέξεις
Vik στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρυάκι, κόλπος, άβυσσος, χάσμα, ρεύμα, ορμίσκος, λιμανάκι, όρμο, όρμου, όρμος