Çocuk στα ελληνικά
Μετάφραση: çocuk, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπεξούσιος, νεαρός, ασήμαντος, παιδί, ελάσσων, κατσικάκι, πιτσιρίκος, μικρός, παιδιού, το παιδί, παιδικής, του παιδιού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- çiğnemek στα ελληνικά - μασώ, μάσημα, μασάτε, μασούν, μασήσει, μασήσουν
- çoban στα ελληνικά - βοσκός, Shepherd, βοσκού, ποιμένα, ποιμένας
- çocukluk στα ελληνικά - παιδική ηλικία, παιδικής ηλικίας, την παιδική ηλικία, παιδική, παιδικής
- çok στα ελληνικά - άφθονος, πραγματικός, διεξοδικός, εκτεταμένος, πολύ, πράγματι, αρκετός, ...
Τυχαίες λέξεις
Çocuk στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπεξούσιος, νεαρός, ασήμαντος, παιδί, ελάσσων, κατσικάκι, πιτσιρίκος, μικρός, παιδιού, το παιδί, παιδικής, του παιδιού
Μεταφράσεις: υπεξούσιος, νεαρός, ασήμαντος, παιδί, ελάσσων, κατσικάκι, πιτσιρίκος, μικρός, παιδιού, το παιδί, παιδικής, του παιδιού