Ölçmek στα ελληνικά

Μετάφραση: ölçmek, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μετρώ, μέτρο, τη μέτρηση, μέτρηση της, μετρήσει, μετρούν
Ölçmek στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ölmek στα ελληνικά - τεζάρω, πεθάνω, αποθνήσκω, λήγω, πεθαίνω, κύβος, πεθαίνουν, ...
  • ölçek στα ελληνικά - μέτρο, μετρώ, κριτήριο, κλίμακα, κλίμακας, μέγεθος, ζυγαριά
  • ölçü στα ελληνικά - αναλογία, διάσταση, μετρώ, κριτήριο, μέτρο, τη μέτρηση, μέτρηση της, ...
  • ölçülü στα ελληνικά - ξεμέθυστος, νηφάλιος, μετράται, μετρούμενη, μετρηθεί, μετρώνται, μετριέται
Τυχαίες λέξεις
Ölçmek στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: μετρώ, μέτρο, τη μέτρηση, μέτρηση της, μετρήσει, μετρούν