Önem στα ελληνικά

Μετάφραση: önem, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σημασία, βάρος, σπουδαιότητα, σημασίας, σημαντικό, σημασία που
Önem στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • öncü στα ελληνικά - πρωτοπόρος, καινοτομώ, προπορεύομαι, Pioneer, της Pioneer, πρωτοπόρο, η Pioneer
  • önder στα ελληνικά - ηγέτης, αρχηγός, ηγήτορας, ηγεμόνας, ηγέτη, επικεφαλής, leader
  • önemli στα ελληνικά - βαρυσήμαντος, ουσιαστικό, εξαιρετικός, ουσιαστικός, αρκετός, σημαντικός, στερεός, ...
  • önemsiz στα ελληνικά - ελαφρύς, μικρός, ελάσσων, στενός, ισχνός, ψιλός, λιγνός, ...
Τυχαίες λέξεις
Önem στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: σημασία, βάρος, σπουδαιότητα, σημασίας, σημαντικό, σημασία που