Öz στα ελληνικά

Μετάφραση: öz, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ύλη, νοιάζομαι, υπόθεση, ουσία, θέμα, εαυτός, αυτο, εαυτό, αυτό, δυνατότητα
Öz στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • övgü στα ελληνικά - εκθειάζω, έπαινος, έπαινο, επαίνους, τον έπαινο, επαίνου
  • övmek στα ελληνικά - εκθειάζω, έπαινος, έπαινο, επαίνους, τον έπαινο, επαίνου
  • özdek στα ελληνικά - ουσία, θέμα, ύλη, νοιάζομαι, υπόθεση, ζήτημα, θέματος, ...
  • özdeksel στα ελληνικά - ύλη, του υλικού, υλικού, υλικό, υλικών, των υλικών
Τυχαίες λέξεις
Öz στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: ύλη, νοιάζομαι, υπόθεση, ουσία, θέμα, εαυτός, αυτο, εαυτό, αυτό, δυνατότητα