Şampuan στα ελληνικά

Μετάφραση: şampuan, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σαμπουάν, το σαμπουάν, σαμπουάν που, λούσιμο
Şampuan στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • şamata στα ελληνικά - παραζάλη, πάταγος, αναταραχή, σαματάς, σάλος, οχλαγωγία, θόρυβος, ...
  • şampiyon στα ελληνικά - πρωταθλητής, υπερασπιστής, πρωτοπόρος, πρωταθλητή, πρωτοπόρο, πρωταθλήτρια
  • şan στα ελληνικά - μεγαλείο, φήμη, δόξα, δόξας, τη δόξα, δόξαν
  • şans στα ελληνικά - ευκαιρία, αποτολμώ, διακυβεύω, τύχη, κίνδυνος, ευτυχία, πιθανότητα, ...
Τυχαίες λέξεις
Şampuan στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: σαμπουάν, το σαμπουάν, σαμπουάν που, λούσιμο