Aşırmak στα ελληνικά

Μετάφραση: aşırmak, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βουτώ, τσιμπώ, κλέβω, αποκτώ χωρίς πληρωμή, περιφέρομαι άσκοπα
Aşırmak στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aşinalık στα ελληνικά - γνωριμία, εξοικείωση, οικειότητα, εξοικείωσης, γνώση, οικειότητας
  • aşk στα ελληνικά - αγάπη, αγαπώ, έρωτας, η αγάπη είναι, αγάπη είναι, αγάπης είναι, είναι η αγάπη
  • aşırı στα ελληνικά - εξωφρενικός, ακραίος, μέγιστος, ύψιστος, υπερβολική, υπερβολικό, υπερβολικές, ...
  • baba στα ελληνικά - παππούς, πατέρας, πατέρα, ο πατέρας, τον πατέρα, του πατέρα
Τυχαίες λέξεις
Aşırmak στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: βουτώ, τσιμπώ, κλέβω, αποκτώ χωρίς πληρωμή, περιφέρομαι άσκοπα