Βουτώ στα τούρκικα

Μετάφραση: βουτώ, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
batmak, çimdiklemek, yankesici, aşırmak, daldırmak, çalmak, dalmak, tutuklama, daldırılması
Βουτώ στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βουτώ

βουτώ τα χέρια μου στο κρύο αγγίζω το ξυράφι, βουτώ συνώνυμα, βουτώ λεξικό γλώσσας τούρκικα, βουτώ στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • βουρκωμένος στα τούρκικα - sulu, puslu, sisli, misty, puslu bir, buğulu
  • βουρτσίζω στα τούρκικα - fırça, fırçası, fırçalar, fýrça, bir fırça
  • βούλα στα τούρκικα - fok, yer, ayıbalığı, mühürlemek, leke, boğa, nokta, ...
  • βούληση στα τούρκικα - irade, olacak, olacaktır, olur, will
Τυχαίες λέξεις
Βουτώ στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: batmak, çimdiklemek, yankesici, aşırmak, daldırmak, çalmak, dalmak, tutuklama, daldırılması