Alıştırmak στα ελληνικά

Μετάφραση: alıştırmak, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εγκλιματίζομαι, συνηθίζω, συνηθίσουν, εξοικείωση, εξοικειωθούν, να εξοικειωθούν
Alıştırmak στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • alışkanlık στα ελληνικά - σχέδιο, συνήθεια, έξη, χρησιμοποιώ, χρήση, έθιμο, συνήθειας, ...
  • alışkın στα ελληνικά - εξοικειώνομαι, συνηθίζω, εξοικειώνω, συνηθισμένος, συνηθίσει, εξοικειωμένοι, συνηθισμένοι, ...
  • amade στα ελληνικά - έτοιμος, πανέτοιμος, έτοιμη, έτοιμο, έτοιμοι, έτοιμα
  • aman στα ελληνικά - χρηματοκιβώτιο, ασφαλής, ω, oh, ΟΗ, το OH, μα
Τυχαίες λέξεις
Alıştırmak στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: εγκλιματίζομαι, συνηθίζω, συνηθίσουν, εξοικείωση, εξοικειωθούν, να εξοικειωθούν