Alet στα ελληνικά
Μετάφραση: alet, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συσκευή, εργαλείο, τέχνασμα, άνεση, μηχάνημα, εργαλείου, μέσο, το εργαλείο, εργαλείο για
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- alem στα ελληνικά - κόσμος, υφήλιος, κόσμο, κόσμου, παγκοσμίως, παγκόσμια
- alem- στα ελληνικά - κόσμος, υφήλιος
- alev στα ελληνικά - πυροβολώ, απολύω, πυρκαγιά, φωτιά, φλόγα, φλόγας, της φλόγας, ...
- aleyhinde στα ελληνικά - κατά, εναντίον, έναντι, κατά της, από
Τυχαίες λέξεις
Alet στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: συσκευή, εργαλείο, τέχνασμα, άνεση, μηχάνημα, εργαλείου, μέσο, το εργαλείο, εργαλείο για
Μεταφράσεις: συσκευή, εργαλείο, τέχνασμα, άνεση, μηχάνημα, εργαλείου, μέσο, το εργαλείο, εργαλείο για