Asıl στα ελληνικά

Μετάφραση: asıl, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έναρξη, ρίζα, λίκνο, αρχή, προέλευση, αληθινός, πραγματικός, πηγή, αληθής, πραγματικό, πραγματική, πραγματικές, πραγματικού
Asıl στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • asman στα ελληνικά - ατμόσφαιρα, αέρας, ουρανός, το εναιώρημα, το αιώρημα, η αναστολή, την αναστολή, ...
  • astar στα ελληνικά - φόδρα, επένδυση, επένδυσης, επενδύσεως, εσωτερική επένδυση
  • asır στα ελληνικά - εκατονταετηρίδα, αιώνας, αιώνα, αι
  • at στα ελληνικά - άλογο, αλόγου, ίππων, αλόγων, των ίππων
Τυχαίες λέξεις
Asıl στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: έναρξη, ρίζα, λίκνο, αρχή, προέλευση, αληθινός, πραγματικός, πηγή, αληθής, πραγματικό, πραγματική, πραγματικές, πραγματικού