Αρχή στα τούρκικα
Μετάφραση: αρχή, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
nöbet, soy, yönerge, saldırı, kaynak, köken, ilke, hücum, başlangıç, asıl, başlamak, kalkış, başlayan, itibaren, başlayarak, başlıyor
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αρχή
αρχή της δεδηλωμένης, αρχή της επαλληλίας, αρχή αναλογικότητας, αρχή της επικουρικότητας, αρχή καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, αρχή λεξικό γλώσσας τούρκικα, αρχή στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- αρχάριος στα τούρκικα - acemi, yeni, bir acemi, acemi bir
- αρχέγονος στα τούρκικα - ilkel, basit, ilkel bir, primitif, ilk
- αρχίζω στα τούρκικα - başlangıç, kalkış, başlamak, start, başlatma, bir başlangıç, başlama
- αρχαίος στα τούρκικα - eski, antik, eski bir, kadim, tarihi
Τυχαίες λέξεις
Αρχή στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: nöbet, soy, yönerge, saldırı, kaynak, köken, ilke, hücum, başlangıç, asıl, başlamak, kalkış, başlayan, itibaren, başlayarak, başlıyor
Μεταφράσεις: nöbet, soy, yönerge, saldırı, kaynak, köken, ilke, hücum, başlangıç, asıl, başlamak, kalkış, başlayan, itibaren, başlayarak, başlıyor