Basitleştirme στα ελληνικά
Μετάφραση: basitleştirme, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μείωση, αναγωγή, περιστολή, απλοποίηση, απλούστευση, απλούστευσης, απλοποίησης, την απλούστευση
Μεταφράσεις
- basamak στα ελληνικά - βήμα, βηματίζω, διάβημα, στάδιο, βαθμίδα, το βήμα, σταδίου
- basit στα ελληνικά - σκέτος, πεδιάδα, αγενής, σκέτο, φαινομενικός, πρωτόγονος, κάμπος, ...
- basitleştirmek στα ελληνικά - απλοποιώ, απλοποίηση, απλοποιήσει, την απλοποίηση, απλοποιηθεί, την απλούστευση
- baskı στα ελληνικά - καταπίεση, εντύπωση, ύφεση, πίεση, κατάθλιψη, καταδυνάστευση, Εκτύπωση, ...
Τυχαίες λέξεις
Basitleştirme στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: μείωση, αναγωγή, περιστολή, απλοποίηση, απλούστευση, απλούστευσης, απλοποίησης, την απλούστευση
Μεταφράσεις: μείωση, αναγωγή, περιστολή, απλοποίηση, απλούστευση, απλούστευσης, απλοποίησης, την απλούστευση