Περιστολή στα τούρκικα
Μετάφραση: περιστολή, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sadeleştirme, basitleştirme, kısıtlama, sınırlama, azalma, indirgeme, azaltma, redüksiyon, küçültme
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: περιστολή
περιστολή ετυμολογία, περιστολή δημοσίων δαπανών ρύθμιση θεμάτων δημοσιονομικών ελέγχων και άλλες διατάξεις, περιστολή λεξικό, περιστολή συνώνυμο, περιστολή συνώνυμα, περιστολή λεξικό γλώσσας τούρκικα, περιστολή στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- περιστατικό στα τούρκικα - durum, dava, vaka, olay, olayı, olayın, bir olay
- περιστεράκι στα τούρκικα - minder, squab, kıymalı, güvercin yavrusu
- περιστρέφομαι στα τούρκικα - döndürmek, dönmek, aylanmak, döne döne gitmek, gyrate, kendi ekseni etrafinda dönen
- περιστρέφω στα τούρκικα - dönmek, döndürmek, aylanmak, çevirmek, slue, büyük miktar, devretmek
Τυχαίες λέξεις
Περιστολή στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: sadeleştirme, basitleştirme, kısıtlama, sınırlama, azalma, indirgeme, azaltma, redüksiyon, küçültme
Μεταφράσεις: sadeleştirme, basitleştirme, kısıtlama, sınırlama, azalma, indirgeme, azaltma, redüksiyon, küçültme