Αναγωγή στα τούρκικα

Μετάφραση: αναγωγή, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sadeleştirme, basitleştirme, azalma, indirgeme, azaltma, redüksiyon, küçültme
Αναγωγή στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αναγωγή

αναγωγή στη δεκαδική κλασματική μονάδα, αναγωγή μηνιαίου μισθού σε ημερομίσθιο, αναγωγή στη μονάδα δ δημοτικού, αναγωγή στα αγγλικά, αναγωγή ετυμολογία, αναγωγή λεξικό γλώσσας τούρκικα, αναγωγή στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • αναγνώριση στα τούρκικα - tanıma, tanınması, algılama, tanınma, kabul
  • αναγνώστης στα τούρκικα - eleştirmen, düzeltmen, okur, okuyucu, okuyucusu, okuyucunun, reader
  • αναγόρευση στα τούρκικα - seçim, adaylık, adaylığı, adaylığını, aday gösterildi, aday gösterme
  • αναδάσωση στα τούρκικα - ağaçlandırma, ormanlaştırma, yeniden ağaçlandırma, yeniden ormanlaştırma, ağaçlandırılması
Τυχαίες λέξεις
Αναγωγή στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: sadeleştirme, basitleştirme, azalma, indirgeme, azaltma, redüksiyon, küçültme