Bela στα ελληνικά

Μετάφραση: bela, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κακός, σατανικός, ταλαιπωρία, φασαρία, πρόβλημα, προβλήματα, κόπο
Bela στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bekçi στα ελληνικά - φρουρά, φύλακας, φρουράς, προστατευτικό, προφυλακτήρα
  • bel στα ελληνικά - μέση, μέσης, της μέσης, τη μέση, στη μέση
  • belge στα ελληνικά - πιστοποιητικό, έγγραφο, εγγράφου, εγγράφων, το έγγραφο, έγγραφο που
  • belirlemek στα ελληνικά - υπολογίζω, καθορίζω, προσδιορίζω, αποφασίζω, καθορίσει, καθορίζουν, προσδιορίσει, ...
Τυχαίες λέξεις
Bela στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: κακός, σατανικός, ταλαιπωρία, φασαρία, πρόβλημα, προβλήματα, κόπο