Berk στα ελληνικά
Μετάφραση: berk, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δυνατός, εταιρία, σταθερός, εδραίος, Berk, Μπερκ, Το Berk, ο Μπερκ, Ο Μπερκ τονίζει
Μεταφράσεις
- benzin στα ελληνικά - αέριο, βενζίνη, βενζίνης, της βενζίνης, τη βενζίνη, η βενζίνη
- beraber στα ελληνικά - μαζί, κοινού, από κοινού, καθώς, καθώς και
- berrak στα ελληνικά - λαγαρός, έξοχος, ελευθερώνω, ευκρινής, διαυγής, εναργής, γλαφυρός, ...
- besbelli στα ελληνικά - φανερός, προφανώς, προφανές, εμφανώς, προφανές ότι
Τυχαίες λέξεις
Berk στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: δυνατός, εταιρία, σταθερός, εδραίος, Berk, Μπερκ, Το Berk, ο Μπερκ, Ο Μπερκ τονίζει
Μεταφράσεις: δυνατός, εταιρία, σταθερός, εδραίος, Berk, Μπερκ, Το Berk, ο Μπερκ, Ο Μπερκ τονίζει