Bilen στα ελληνικά

Μετάφραση: bilen, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μαζί, με, γνωρίζοντας, ξέροντας, γνωρίζει, γνωρίζουν, γνώση
Bilen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bildirmek στα ελληνικά - ανακοινώνω, έκθεση, έκθεσης, έκθεσή, αναφορά, την έκθεση
  • bile στα ελληνικά - μαζί, ίσος, ακόμα, ακόμη και αν, ακόμα και αν, ακόμη και εάν, ακόμη κι αν, ...
  • bilet στα ελληνικά - εισιτήριο, εισιτηρίων, εισιτηρίου, με εισιτήρια για, με εισιτήρια
  • biletçi στα ελληνικά - μαέστρος, αγωγός, αγωγού, αγωγό, του αγωγού
Τυχαίες λέξεις
Bilen στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: μαζί, με, γνωρίζοντας, ξέροντας, γνωρίζει, γνωρίζουν, γνώση