Dik στα ελληνικά
Μετάφραση: dik, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τίμιος, δοκάρι, όρθιος, όρθια, όρθια θέση, όρθιο, σε όρθια θέση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- değme στα ελληνικά - επαφή, πινελιά, αγγίζω, συγκινητικό, συγκινητική, αγγίζοντας, άγγιγμα
- değnek στα ελληνικά - ραβδί, χώνω, βέργα, κοντάρι, προσωπικό, προσωπικού, το προσωπικό, ...
- dikdörtgen στα ελληνικά - επιμήκης, μακρόστενο, ορθογώνιο παραλληλόγραμμο, ορθογώνιο, ορθογωνίου, παραλληλόγραμμο, τετράγωνο
- diken στα ελληνικά - αγκάθι, αυτοκόλλητο, αγκάθια, το αγκάθι, ακίδα, αγκαθιών
Τυχαίες λέξεις
Dik στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: τίμιος, δοκάρι, όρθιος, όρθια, όρθια θέση, όρθιο, σε όρθια θέση
Μεταφράσεις: τίμιος, δοκάρι, όρθιος, όρθια, όρθια θέση, όρθιο, σε όρθια θέση