Dinlemek στα ελληνικά

Μετάφραση: dinlemek, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αφουγκράζομαι, ακούω, ακούσετε, να ακούσετε, ακούν, ακούτε
Dinlemek στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dingil στα ελληνικά - άξονας, άξονα, αξόνων, άξονος, του άξονα
  • dini στα ελληνικά - θρησκευόμενος, πνευματικός, θρήσκος, θρησκευτικός, θρησκευτικές, θρησκευτικών, θρησκευτική, ...
  • dinlenme στα ελληνικά - υπόλοιπος, άνεση, εκτόνωση, καταπραΰνω, ξεκουράζομαι, ησυχασμός, ξεκούραση, ...
  • dinlenmek στα ελληνικά - ησυχασμός, ξεκουράζομαι, υπόλοιπος, χαλαρώστε, χαλάρωση, να χαλαρώσετε, χαλαρώσετε, ...
Τυχαίες λέξεις
Dinlemek στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: αφουγκράζομαι, ακούω, ακούσετε, να ακούσετε, ακούν, ακούτε