Emin στα ελληνικά
Μετάφραση: emin, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ασφαλής, σίγουρα, σίγουρος, ασφαλώς, ασφαλίζω, βέβαια, εδραιώνω, διασφαλίζω, χρηματοκιβώτιο, βέβαιος, βεβαίως, σίγουροι, είστε σίγουροι, βέβαιοι
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- emeklilik στα ελληνικά - αποστράτευση, συνταξιοδότηση, συνταξιοδότησης, τη συνταξιοδότηση, γήρατος, συνταξιοδοτήσεως
- emekçi στα ελληνικά - εργάτης, εργάτη, laborer, χειρώναξ, δουλευτής
- emir στα ελληνικά - παραγγέλλω, απόπειρα, κατεύθυνση, ορθογραφία, υπαγορεύω, ρύθμιση, προσταγή, ...
- emmek στα ελληνικά - γλείφω, ρουφώ, απορροφώ, θηλάζω, πιπιλίζουν, απορροφούν, να πιπιλίζουν, ...
Τυχαίες λέξεις
Emin στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: ασφαλής, σίγουρα, σίγουρος, ασφαλώς, ασφαλίζω, βέβαια, εδραιώνω, διασφαλίζω, χρηματοκιβώτιο, βέβαιος, βεβαίως, σίγουροι, είστε σίγουροι, βέβαιοι
Μεταφράσεις: ασφαλής, σίγουρα, σίγουρος, ασφαλώς, ασφαλίζω, βέβαια, εδραιώνω, διασφαλίζω, χρηματοκιβώτιο, βέβαιος, βεβαίως, σίγουροι, είστε σίγουροι, βέβαιοι