Διασφαλίζω στα τούρκικα

Μετάφραση: διασφαλίζω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bağlamak, sağlamlaştırmak, sağlamak, himaye, koruma, emin, bağışıklık kazandırmak, bağışıklık, aşı, immünize, bağışıklanmasını
Διασφαλίζω στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διασφαλίζω

διασφαλίζω λεξικό, διασφαλίζω στα αγγλικά, διασφαλίζω ορισμός, διασφαλίζω μετάφραση, διασφαλίζω συνώνυμα, διασφαλίζω λεξικό γλώσσας τούρκικα, διασφαλίζω στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • διαστρεβλώνω στα τούρκικα - saptırmak, garble, tahrif, bozmak, oynama yapmak
  • διασυρμός στα τούρκικα - iftira, yerme, kötüleme, kötülenmesi, gibi tanımlar ise
  • διασχίζω στα τούρκικα - çarmıh, haç, çaprazlamak, çapraz, geçmeye, geçmek, arası, ...
  • διασώζω στα τούρκικα - saklamak, korumak, kurtarmak, kurtarma, rescue, bir kurtarma
Τυχαίες λέξεις
Διασφαλίζω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: bağlamak, sağlamlaştırmak, sağlamak, himaye, koruma, emin, bağışıklık kazandırmak, bağışıklık, aşı, immünize, bağışıklanmasını