Eski στα ελληνικά
Μετάφραση: eski, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γέρικος, γέρος, παλαιός, παλιός, παλιά, παλιό, παλαιά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- esinti στα ελληνικά - αεράκι, ατμόσφαιρα, αέρας, αύρα, αύρας, αύρα της, παιχνιδάκι
- esir στα ελληνικά - αιχμάλωτος, δέσμιος, αιχμαλωσία, σε αιχμαλωσία, δεσμευμένη, δέσμια
- eskimiş στα ελληνικά - απαρχαιωμένος, παλαιός, παλιός, παλιά, παλιό, παλαιά
- esnek στα ελληνικά - ανθεκτικός, ευλύγιστος, εύκαμπτος, ευέλικτος, ευέλικτη, ευέλικτο, εύκαμπτο
Τυχαίες λέξεις
Eski στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: γέρικος, γέρος, παλαιός, παλιός, παλιά, παλιό, παλαιά
Μεταφράσεις: γέρικος, γέρος, παλαιός, παλιός, παλιά, παλιό, παλαιά