Παλαιός στα τούρκικα
Μετάφραση: παλαιός, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
eski, yaşlı, eski bir, nereden
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παλαιός
παλαιός άγιος αθανάσιος καιρός, παλαιός αιγιαλός, παλαιός άγιος αθανάσιος, παλιός φούρνος βόλος, παλαιός των ημερών, παλαιός λεξικό γλώσσας τούρκικα, παλαιός στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- παλαιοντολόγος στα τούρκικα - paleontolog, bir paleontolog, paleontologlarından, paleontolog olan, paleontoloğu
- παλαιστής στα τούρκικα - güreşçi, wrestler, bir güreşçi, güreşçisi, güreşçidir
- παλεύω στα τούρκικα - kavga, mücadele, dövüş, savaş, mücadeleyi
- παλιάνθρωπος στα τούρκικα - kokarca, skunk, misty, alçak herif
Τυχαίες λέξεις
Παλαιός στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: eski, yaşlı, eski bir, nereden
Μεταφράσεις: eski, yaşlı, eski bir, nereden