Güç στα ελληνικά

Μετάφραση: güç, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μπορούσα, βαρύς, δύσκολος, εξουσία, βία, δύναμη, σκληρός, ρώμη, σκληροτράχηλος, εξαναγκάζω, κύρος, ισχύς, ισχύος, ισχύ
Güç στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • güzelleştirmek στα ελληνικά - καλλωπίζω, λουσάρω, ομορφύνει, ομορφαίνουν, ωραιοποιήσουν, ομορφύνουμε
  • güzellik στα ελληνικά - ομορφιά, καλλονή, ομορφιάς, την ομορφιά, Beauty, ομορφιές
  • güçleştirmek στα ελληνικά - περιπλέκω, καθιστούν δύσκολη, καθιστούν δύσκολη την, δυσχεραίνουν, λάβουν δύσκολες, λήψη δύσκολων
  • güçlü στα ελληνικά - ρωμαλέος, γερός, κραταιός, ισχυρός, ισχυρό, ισχυρή, ισχυρά, ...
Τυχαίες λέξεις
Güç στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: μπορούσα, βαρύς, δύσκολος, εξουσία, βία, δύναμη, σκληρός, ρώμη, σκληροτράχηλος, εξαναγκάζω, κύρος, ισχύς, ισχύος, ισχύ