Δύναμη στα τούρκικα
Μετάφραση: δύναμη, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çekmek, şiddet, personel, kudret, güç, zorlamak, sürmek, takat, yetenek, tesir, itmek, kuvvet, gücü, gç, elektrik, enerji
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δύναμη
δύναμη βόλου, δύναμη δημιουργίας, δύναμη ζωής, δύναμη ζωής δούρου, δύναμη laplace, δύναμη λεξικό γλώσσας τούρκικα, δύναμη στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- δόρυ στα τούρκικα - mızrak, kargı, spear, zıpkınla, zıpkın, deniz altı
- δότης στα τούρκικα - verici, donör, donor, bağış, bağışçı
- δύση στα τούρκικα - batı, batısında, km batısında
- δύσκαμπτος στα τούρκικα - sert, katı, sert bir, sıkı bir, stiff
Τυχαίες λέξεις
Δύναμη στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: çekmek, şiddet, personel, kudret, güç, zorlamak, sürmek, takat, yetenek, tesir, itmek, kuvvet, gücü, gç, elektrik, enerji
Μεταφράσεις: çekmek, şiddet, personel, kudret, güç, zorlamak, sürmek, takat, yetenek, tesir, itmek, kuvvet, gücü, gç, elektrik, enerji