Genişlik στα ελληνικά
Μετάφραση: genişlik, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φάρδος, πλάτος, πλάτους, το πλάτος, εύρος, εύρους
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- genişleme στα ελληνικά - έκταση, προέκταση, επέκταση, διεύρυνση, επέκτασης, διαστολής, ανάπτυξη
- genişletmek στα ελληνικά - διαστέλλω, διευρύνω, μεγεθύνω, φαρδαίνω, επεκτείνω, πλαταίνω, φουσκώνω, ...
- genç στα ελληνικά - νέος, ανώριμος, άγονος, νεανικός, στείρος, μικρός, εφηβικός, ...
- gençlik στα ελληνικά - μικρός, νεαρός, νεότητα, ανώριμος, νεανικός, νέος, νεολαία, ...
Τυχαίες λέξεις
Genişlik στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: φάρδος, πλάτος, πλάτους, το πλάτος, εύρος, εύρους
Μεταφράσεις: φάρδος, πλάτος, πλάτους, το πλάτος, εύρος, εύρους