Için στα ελληνικά

Μετάφραση: için, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σε, προς, να, για, με
Için στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • içerik στα ελληνικά - ικανοποιημένο, ικανοποιημένος, ευχαριστημένος, περιεχόμενο, περιεκτικότητα, περιεχομένου, περιεκτικότητα σε, ...
  • içgüdü στα ελληνικά - ένστικτο, το ένστικτο, ένστικτό, το ένστικτό, ενστίκτου
  • içinde στα ελληνικά - εντός, μέσα, ανάμεσα, σε, στο, στην, στη, ...
  • içine στα ελληνικά - σε, στο, στην, στη, μέσα
Τυχαίες λέξεις
Için στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: σε, προς, να, για, με