Ilkel στα ελληνικά
Μετάφραση: ilkel, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αγροίκος, ωμός, χονδροειδής, αρχέγονος, ακατέργαστος, πρωτόγονος, αγενής, πρωτόγονη, πρωτόγονες, πρωτόγονο, πρωτόγονα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ilk στα ελληνικά - πρωτότυπος, γνήσιος, πρώτος, η πρώτη, το πρώτο, ο πρώτος, την πρώτη, ...
- ilke στα ελληνικά - κανόνας, βασιλεύω, αρχή, αποφασίζω, ιθύνω, αρχής, αρχήν, ...
- ilki στα ελληνικά - πρώτος, πρώτα, πρώτη, πρώτο, πρώτου
- ilmik στα ελληνικά - βρόχος, βρόχο, βρόχου, βρόγχου, βρόγχο
Τυχαίες λέξεις
Ilkel στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: αγροίκος, ωμός, χονδροειδής, αρχέγονος, ακατέργαστος, πρωτόγονος, αγενής, πρωτόγονη, πρωτόγονες, πρωτόγονο, πρωτόγονα
Μεταφράσεις: αγροίκος, ωμός, χονδροειδής, αρχέγονος, ακατέργαστος, πρωτόγονος, αγενής, πρωτόγονη, πρωτόγονες, πρωτόγονο, πρωτόγονα