Incitmek στα ελληνικά
Μετάφραση: incitmek, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χτυπώ, πονώ, τραυματίζω, πληγώνω, βλάβη, πλήγμα, βλάψει, κακό, βλάψουν
Μεταφράσεις
- inci στα ελληνικά - μαργαριτάρι, μαργαριταρένια, μαργαριταριών, μαργαριτάρια, μαργαριταρένιο
- incir στα ελληνικά - σύκα, σύκο, εικ, Σχ, Σχήμα, Το Σχ
- indi στα ελληνικά - παρακολούθηση, ακολουθία, επόμενος, μετά, οπαδοί, προσγειώθηκε, εκφορτώνονται, ...
- indirim στα ελληνικά - έκπτωση, έκπτωσης, εκπτώσεις, προεξοφλητικό, προεξόφλησης
Τυχαίες λέξεις
Incitmek στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: χτυπώ, πονώ, τραυματίζω, πληγώνω, βλάβη, πλήγμα, βλάψει, κακό, βλάψουν
Μεταφράσεις: χτυπώ, πονώ, τραυματίζω, πληγώνω, βλάβη, πλήγμα, βλάψει, κακό, βλάψουν