Πονώ στα τούρκικα
Μετάφραση: πονώ, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
acımak, yaralamak, yara, zarar, kötülük, ağrımak, acı, ağrı, sızlamak, incitmek, ağrısı, a¤r, ağrının
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πονώ
πονάω συνώνυμα, πονώ μα δάκρυ δε θα δεις, πονώ δεν με λυπάσαι, μαντιναδες πονώ, πονώ δε με λυπάσαι στίχοι, πονώ λεξικό γλώσσας τούρκικα, πονώ στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- ποντίκι στα τούρκικα - fare, farenin, mouse, bir fare
- πονόψυχος στα τούρκικα - ihale kalpli, ihale yürekli
- πορεία στα τούρκικα - cadde, başlık, yol, kurs, ders, ders adı ve tanımında, Tabii, ...
- πορθμός στα τούρκικα - boğaz, dar, strait, boğazı, geçit
Τυχαίες λέξεις
Πονώ στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: acımak, yaralamak, yara, zarar, kötülük, ağrımak, acı, ağrı, sızlamak, incitmek, ağrısı, a¤r, ağrının
Μεταφράσεις: acımak, yaralamak, yara, zarar, kötülük, ağrımak, acı, ağrı, sızlamak, incitmek, ağrısı, a¤r, ağrının