Τραυματίζω στα τούρκικα

Μετάφραση: τραυματίζω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
incitmek, acı, kötülük, zarar, yara, yaralamak, ağrı, acımak, yaralayabilir, yaralama, yaralanmasına
Τραυματίζω στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τραυματίζω

τραυματίζω λεξικό γλώσσας τούρκικα, τραυματίζω στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • τραυλίζω στα τούρκικα - kekelemek, kekeleme, kekemelik, stammer, Kekeme, Kekemelik geniş
  • τραυλισμός στα τούρκικα - kekemelik, kekeme, kekemeliği, kekemeliğin, kekelemeden
  • τραυματικός στα τούρκικα - travmatik, travma, travmatik bir
  • τραυματισμένος στα τούρκικα - yaralı, yaralandı, Sakatlar, sakatlandı, yaralanan
Τυχαίες λέξεις
Τραυματίζω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: incitmek, acı, kötülük, zarar, yara, yaralamak, ağrı, acımak, yaralayabilir, yaralama, yaralanmasına