Inlemek στα ελληνικά

Μετάφραση: inlemek, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μουγκρίζω, μουγκρητό, στενάζω, τρίξιμο, θρόισμα, ψίθυρος, θροίζω, σύριγμα
Inlemek στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • inilti στα ελληνικά - μουγκρίζω, τρίξιμο, γκρίνια, βογκητό, βογγητό, μουγκρητό
  • iniş στα ελληνικά - εκπίπτω, πτώση, ξεπεσμός, καταγωγή, κλίνω, μαρασμός, πέφτω, ...
  • inme στα ελληνικά - εγκεφαλικό, χτύπημα, χαϊδεύω, κτύπημα, αποπληξία, προσβολή, εγκεφαλικό επεισόδιο
  • inmek στα ελληνικά - χαμηλώνω, ταπεινώνω, αναμμένος, αναμμένο, αποβιβάζονται, αποβιβαστείτε, αποβίβαση
Τυχαίες λέξεις
Inlemek στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: μουγκρίζω, μουγκρητό, στενάζω, τρίξιμο, θρόισμα, ψίθυρος, θροίζω, σύριγμα